παλαμίδα

παλαμίδα
(pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους επιτρέπει να κολυμπούν άνετα και γρήγορα. Είναι ψάρια σαρκοφάγα και τρέφονται από άλλα μικρότερα. Το μήκος τους φτάνει τα 70 εκ. Έχουν ρύγχος οξύ και δόντια μικρά αλλά δυνατά. Το χρώμα τους είναι ασημόλευκο στην κοιλιά και πρασινογάλανο στη ράχη. Σε πολλά είδη υπάρχουν 8-10 ραβδώσεις στα πλευρά, βαθύτερου χρώματος. Η π. αφθονεί στη Μεσόγειο θάλασσα και αλιεύεται συστηματικά για το νόστιμο, πλούσιο σε λίπος κρέας της, κυρίως όμως γιατί κατασκευάζονται από αυτήν περιζήτητα αλίπαστα. Για τον σκοπό αυτό αφαιρούνται τα κεφάλια των ψαριών και το σώμα τους αφού τεμαχιστεί κατάλληλα σε φέτες, τοποθετείται σε άλμη. Ονομαστές π. του είδους είναι εκείνες της Τουρκίας (Προποντίδα). Στην Ελλάδα, στα τελευταία χρόνια, δημιουργήθηκαν βιομηχανίες αλιπάστων του είδους, κυρίως στην Καβάλα.
* * *
(I)
και παλαμύδα, η (ΑΜ παλαμίς, Μ και παλαμίδα)
κοινή σήμερα ονομασία θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στο είδος Sarda sarda και κατ' επέκταση όλων τών ειδών τού γένους Sarda τής οικογένειας σκομβρίδες
νεοελλ.
παροιμ. «παλαμίδα σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πηλαμύς* < πηλός με προληπτική αφομοίωση τού -η- σε -α- και επίθημα -ις. Κατ' άλλους, το όνομα τού ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση τής λ. παλάμη].
————————
(II)
η (ΑΜ παλαμίς)
νεοελλ.
1. παλάμη, χούφτα
2. παλαμιά
3. φρ. «παλαμίδα τού μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που τού αξίζει να ξυλοκοπηθεί
αρχ.
1. είδος ζώου, ο ασπάλακας
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλαμίς
τεχνίτης παρὰ τοῑς Σαλαμινίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη «έργο τέχνης» + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς). Έχει ωστόσο προταθεί η διόρθωση τού τ. σε πάλαμις (πρβλ. γάστρις, στρόφις). Ο ασπάλακας ονομάστηκε έτσι λόγω τής τέχνης τού ζώου στην κατασκευή τών υπόγειων στοών του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλαμίδα — η είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαμίδα — παλαμίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμίς — (I) παλαμίς, ἡ (ΑΜ) βλ. παλαμίδα (Ι). (II) παλαμίς, ἡ (ΑΜ) βλ. παλαμίδα (II) …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • αμία — (amia). Γένος ψαριών της οικογένειας των αμιιδών. Ζουν στα γλυκά νερά των ποταμών και των λιμνών της Βόρειας Αμερικής, κυρίως όμως στον Μισισιπή. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 0,65 έως 1 μ., ενώ το βάρος τους μπορεί να φτάσει τα 8 κιλά …   Dictionary of Greek

  • λακέρδα — η (Μ λακέρτα) κοινή ονομασία τών ψαριών παλαμίδα και τόννος, ιδίως όταν διατηρούνται σε άλμη ή καπνιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lacerta] …   Dictionary of Greek

  • μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… …   Dictionary of Greek

  • παλαμύδα — η βλ. παλαμίδα …   Dictionary of Greek

  • πηλαμύς — ύδος, ἡ, ΜΑ η παλαμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πηλός] …   Dictionary of Greek

  • σκομβρίδες — (Scombridae). Οικογένεια ακανθοπτέρων ψαριών, που περιλαμβάνει περίπου 160 είδη. Το σώμα τους ποικίλλει στα διάφορα γένη, αλλά συνήθως είναι μακρουλό και πιεσμένο στις πλευρές, γυμνό ή με πολύ μικρά λέπια. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, η στοματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”